Η παλιά Μίλατος


Η ΠΑΛΙΑ ΜΙΛΑΤΟΣ

Αφουκραστείτε να σας πω, να σας εξιστορίσω
Γιατί ελάχιστη ζωή μου μένει για να ζήσω
-
Εγώ είμαι ένας κάτοικος χωριού αρχαιοτάτου
Γραμμένου πάντα στα χαρτιά κοινότητα Μιλάτου



Σ΄ αυτό το ωραίο το χωριό, που χτύπησαν με μπάλες
Εκείνο τον παλιό καιρό, οι παλιοτουρκαλάδες
-
Όμως με χρόνια και καιρούς, το ξαναχτίσαν πάλι
Και έγινε ωραιότερο, και με περίσσα κάλλη
-
Οι πιο πολλοί μιλαθιανοί, χτίστες και πελεκάνοι
Ήταν σε μία γειτονιά, κοντά στου χατζογιάννη
-
Οι κατσαράδες ξακουστοί, λεβέντες παλικάρια
Τα ρούχα που φορούσανε τα λέγανε σαλβάρια

-


Αν πεις και ανατολικά, για τον τερζομανώλη
Ήτανε μάστορας καλός, και τον εξέραν όλοι
-
Είχενε τέτοια πελεκιά, που τανε γλυπτοσύνη
Και λίγοι την εκάνανε, την εποχή εκείνη
-
Πάρετε βόλτα το χωριό, να δείτε τσι πορτέλες
Που στέκουνε καμαρωτές, σαν όμορφες κοπέλες




Σαν πάρεις το ανεβόλεμα, να πας στου μαστρογιάννη
Να δεις πορτοπαράθυρα, που δεν τα κάμαν άλλοι
-
Στου χατζογιάννη άμα πας, που χει ΄να καφενείο
Θα δεις κεφαλοκόλονα, που είναι μεγαλείο
Στη μέση τσι μεσοχωριάς, πέντ΄ έξι κερχανέδες
Που σαν αλέθαν τσι ελιές, ελέγαν αμανέδες
-
Και ΄ρχότανε οι κοπελιές, και παιρναν το νερό τους
Μα και να καμαρώσουνε, τον αγαπητικό τους
-
Ο να του δώσει άδικο, του παλιοθραψανιώτη
Που καμε το σταμνί βαρύ, και μου χαλά τη νιότη



Σαν προχωρήσεις ύστερα, στ΄ ανεβολεματάκι
Θα δεις σπιτάκι όμορφο, του γέρο γρηγοράκη
-
Καρδιά ο γιος του ο κωσταντής, περίσα καλοσύνη
Στην κατοχή απέδειξε, την παλικαροσύνη
-
Στ΄ αντάρτικο είμασταν μαζί, όπως και πολλοί άλλοι
Να διώξουμε τσι γερμανούς, που χαμε στο κεφάλι



Στην αμπεριά άμα δα πας, στο πέρα το σοκάκι
Ήτανε ένα γεροντής, απού ΄παιζε λυράκη
-
Χριστόδουλο τον λέγανε, αρτέμισσα εκείνη
Κι ήπαιζε και χορεύανε, την εποχή εκείνη
-
Στο σπίτι εμαζονότανε, όλοι γυναίκες άντρες
Μετά που βάνει ο βοσκός, τα ζούμπερα στσι μάντρες
-
Χριστούγεννα και αποκρές, εκάνανε νταλέθια
Και μαζευόταν όλοι τους, και ΄παίζαν απαλέθια


Ζευγάρια είχαν εκατό, και κάναν τα χωράφια
Και θώρειες τσι μαρτήδες τους, κι ήτανε σαν τα λάφια
-
Μη δείτε τα διαολικά, τα μύγδαλα σαν σπούσαν
Μετά από το σπάσιμο, χορεύαν και γλεντούσαν
-
Στα΄ αποσπερίδες καθ΄ αργά, εξέναν τα μαλιά τους
Και τραγουδούσανε μαζί, και κάναν τα προυκιά τους
-
Άμα εγένα και καμιά, κι ήκανε το κοπέλι
Όλους μας εκερνούσανε, καρύδια με το μέλι
-
Σαμιώτης και νικολαράς, μαζί με σφυρογιάννη
Πηγαίναν και τα πίνανε, στου γκράντα το ντουκιάνι



Νέα υόρκη το βγαλε, αυτός το μαγαζί του
Γιατί ΄ταν στην αμερική, την εμισή ζωή του
-
Γκραντομανώλης, κούτουλος, μαζί με παχυγιάννη
Το μαντολίνο παίζανε στο ίδιο το ντουκιάνη
-
Σαμιώτης με το κόπανο, που το χενε γεμάτο
Έλεγε όταν πίνανε, να καμουν άσπρο πάτο
-
Σφυρής, Πετρής και το μαθιό, πηγαίναν στου κασώτη
Κι άμα πηγαίναν στον γιαλό, στο μπομπαρδίδι πρώτοι
-
Σφυροβασίλης, γιούργηδες, δατσέρης μερακλήδες
Ήτανε και ο γράφανος, απού πιανε ζουρήδες
-
Ήπαιζε ο γιούργος το βιολί και πίναν το κρασάκι
Μα ήταν λιγομίλητος, σαν και το δατσεράκι
-
Ο θιος σχωρέσει όλους τους, και αιωνία η μνήμη Μα και σε μιαολιά καιρό, κανείς μας δεν θα μείνει
-
Χαρίλαος Τερζάκης